- αρώ
- ἀρῶ (-όω) (Α)1. οργώνω, καλλιεργώ2. σπείρω3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ4. παθ. (-ούμαι) γεννιέμαι5. μέσ. καρπούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα, που αντιπροσωπεύει ΙΕ.∂3, το οποίο στους ελληνικούς τ. εμφανίζεται κυρίως ως -ο. Οι τ. με ω (πρβλ. αρώσιμος, αρώμεναι κ.ά) είναι μεταγενέστεροι και πιθ. αποτέλεσμα μετρικής εκτάσεως. Η μεταβολή του -ο σε -ᾰ στους δωρικούς τ. (πρβλ. αράσοντι, ενάρατον κ.λπ.) δεν έχει ερμηνευθεί, ενώ το ᾱ στο λατ. arare είναι πιθ. υστερογενές. Τέλος, σε άλλες γλώσσες το ρ. εμφανίζεται με ενεστώτα σε *ye / yoπρβλ. μσν. ιρλ. airim, γοτθ. arzan, λιθ. ariu (απρμφ. άrti), αρχ. σλαβ. orjο (απρμφ. orati). Το αρώ απαντά με βασική σημασία «οργώνω, καλλιεργώ» (Ομη ρ., Ιων.-Αττ.) διακρίνεται δε από το ρ. φυτεύω.ΠΑΡ. άροσιςαρχ.αροτήρ, αρότης, άροτος, άρωμα (II).ΣΥΝΘ. αρχ. εναρώ, υπαρώμσν.απαρώ].
Dictionary of Greek. 2013.